χειραλειπτώ

χειραλειπτώ
-έω, Α
προετοιμάζομαι για πάλη αλείφοντας τα χέρια μου με λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που άλειφε τους αθλητές με λάδι, γυμναστής» (< ἀλείφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”